ανηνυστος

ανηνυστος
    ἀνήνυστος
    ἀν-ήνυστος
    2
    Hom. = ἀνήνυτος См. ανηνυτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανηνυστος" в других словарях:

  • ανήνυστος — ἀνήνυστος, ον (Α) ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνήνυστον — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc sg ἀνήνυστος of none effect neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστοις — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστοισιν — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστους — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστων — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηνύστῳ — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήνυτος — ἀνήνυτος, ον (Α) 1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος 2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος 3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»